δατέομαι

δατέομαι
δατέομαι (Α)
1. μοιράζομαι κάτι με άλλους («τοὶ δὲ κρέα πολλὰ δατεῡντο» — κι αυτοί μοιράζονταν πολλά κομμάτια κρέας)
2. κόβω στα δύο («τὸν μὲν... ἵπποι ἐπισώτροις δατέοντο» — τόν έκοψαν στα δυο τα άλογα με τις σιδερένιες ρόδες)
3. διαιρώ, χωρίζω («τρεῑς μοίρας δασάμενοι τὸν πεζόν» — αφού χώρισαν το πεζικό σε τρία τμήματα)
4. διαιρούμαι, χωρίζομαι («ἡ ἰατρικὴ κατὰ τάδε δέδασται» — η ιατρική έχει χωριστεί στις εξής ειδικότητες)
5. φρ. α) «μένος Ἄρηος δατέονται» — έχουν μοιραστεί το μένος τού Άρη, είναι γεμάτοι πολεμική ορμή
β) «ἡμίονοι... χθόνα ποσὶ δατεῡντο» — μετρούσαν τη γη με τα πόδια τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δατέομαι συνδέεται πιθ. με τα δαίομαι (βλ. δαίω II), δάπτω. Σχηματίστηκε δηλ. από τη συνεσταλμένη βαθμίδα δᾰ- τής ρίζας *dā(i) - / *d∂2(i) - «χωρίζω, μοιράζω», η οποία απαντά και στα δήμος, δάμος, ενώ το -τ- αποτελεί υοτερογενές ονοματικό επίθημα. Η λ. παρουσιάζει όμοιο σχηματισμό με το ρ. πατέομαι. Η σύνδεση της με γοτθ. ungatass «άτακτος», αρχ. άνω γερμ. zetten «διασκορπίζω, διασπείρω» και άλλες γερμανικές λέξεις είναι πολύ αμφίβολη. Το ρήμα ήταν άγνωστο στην αττική διάλεκτο και σπάνιο στους τραγικούς, ενώ απαντά στον Όμηρο και στον Ηρόδοτο. Παράγωγο τού δατέομαι είναι και η λ. δασμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεδασμένα — δατέομαι divide among themselves perf part mid neut nom/voc/acc pl δεδασμένᾱ , δατέομαι divide among themselves perf part mid fem nom/voc/acc dual δεδασμένᾱ , δατέομαι divide among themselves perf part mid fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασσαμένων — δατέομαι divide among themselves aor part mid fem gen pl (epic) δατέομαι divide among themselves aor part mid masc/neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασσάμενον — δατέομαι divide among themselves aor part mid masc acc sg (epic) δατέομαι divide among themselves aor part mid neut nom/voc/acc sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δασόμεσθα — δατέομαι divide among themselves aor subj mid 1st pl (epic) δατέομαι divide among themselves fut ind mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δατεῦ — δατέομαι divide among themselves pres imperat mid 2nd sg (doric ionic) δατέομαι divide among themselves imperf ind mid 2nd sg (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δατεώμεθα — δατέομαι divide among themselves pres subj mid 1st pl (epic doric ionic aeolic) δατέομαι divide among themselves aor subj mid 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δατούμεθα — δατέομαι divide among themselves pres ind mid 1st pl (attic epic doric) δατέομαι divide among themselves imperf ind mid 1st pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δατέωνται — δατέομαι divide among themselves pres subj mid 3rd pl (epic doric ionic aeolic) δατέομαι divide among themselves aor subj mid 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδασμένον — δατέομαι divide among themselves perf part mid masc acc sg δατέομαι divide among themselves perf part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδασμένων — δατέομαι divide among themselves perf part mid fem gen pl δατέομαι divide among themselves perf part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”